θεσμόν

θεσμόν
θεσμός
that which is laid down
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • вѣра — ВѢР|А1 (вѣра1300), Ы с. 1. Вера, доверие: жено послѹшаи мене и съ великою вѣрою поидивѣ къ ст=ѹмѹ. ЧудН XII, 70в; егда же ѹч҃тль. ни творить же ни ѹчить воли б҃ии. по заповѣдемъ его. ка˫а есть вѣра къ таковомѹ. (πίστις) ПНЧ XIV, 5а; Гнѹшаисѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTIOPA vel ANTIOPE — ANTIOPA, vel ANTIOPE Nyctei filia, et uxor Lyci Regis Thebarum, et Aegyptiorum. Hanc Iuppiter in Satyrum mutatus compressit, quod cum Lycus comperisset, eâ repudiatâ, Dircen superinduxit, a qua in carcerem coniecta est: Verum cum partus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”